Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἀνοικτῑ́ρμων
ἀνοικτίστως
ἄνοικτος
ἀνοιμώζω
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξα
ἄνοιξις
ἀνοῖσαι
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἄνοιτο
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβῑ́η
ἄνολβος
ἀνόλεθρος
ἀνολισθάνω
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφῡ́ρομαι
ἄνομαι
View word page
ἄνοιτο
ἄνοιτο
3sg.mid.opt.
see
ἀνύω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἄνοιτο
Headword (normalized):
ἄνοιτο
Headword (normalized/stripped):
ανοιτο
IDX:
5605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5606
Key:
ἄνοιτο
Data
{'headword_display': '<b>ἄνοιτο</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἄνοιτο<LblR>3sg.mid.opt.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀνύω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἄνοιτο'}