Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄνοικος
ἀνοικτέον
ἀνοικτῑ́ρμων
ἀνοικτίστως
ἄνοικτος
ἀνοιμώζω
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξα
ἄνοιξις
ἀνοῖσαι
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἄνοιτο
ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβῑ́η
ἄνολβος
ἀνόλεθρος
ἀνολισθάνω
ἀνολκή
ἀνολολύζω
View word page
ἄνοιστος
ἄνοιστοςονadjἀναφέρω of a disputereferredw.prep.phr.to the Pythian priestessHdt.

ShortDef

referred

Debugging

Headword:
ἄνοιστος
Headword (normalized):
ἄνοιστος
Headword (normalized/stripped):
ανοιστος
IDX:
5603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5604
Key:
ἄνοιστος

Data

{'headword_display': '<b>ἄνοιστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄνοιστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀναφέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a dispute</Indic><Tr>referred<Expl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>to the Pythian priestess</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄνοιστος'}