Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπροαίρετος
ἀπροβούλευτος
ἀπροβουλίᾱ
ἀπρόβουλος
ἀπροθέτως
ἀπρόθῡμος
ἄπροικος
ἀπρομήθητος
ἀπρομηθίᾱ
ἀπρονόητος
ἀπρόξενος
ἀπρόοπτος
ἀπρόρρητος
ἀπρόσβατος
ἀπροσδεής
ἀπροσδέητος
ἀπρόσδεικτος
ἀπρόσδεκτος
ἀπροσδόκητος
ἀπροσηγορίᾱ
ἀπροσήγορος
View word page
ἀ-πρόξενος
πρόξενοςονadj of foreigners in a communityprotectorless, sponsorlessA.

ShortDef

without a πρόξενος (patron, protector)

Debugging

Headword:
ἀπρόξενος
Headword (normalized):
ἀπρόξενος
Headword (normalized/stripped):
απροξενος
IDX:
559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-560
Key:
ἀπρόξενος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-πρόξενος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>πρόξενος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of foreigners in a community</Indic><Tr>protectorless, sponsorless</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπρόξενος'}