Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνοίγνῡμι
ἀνοιδέω
ἀνοίκειος
ἀνοίκητος
ἀνοικίζω
ἀνοικοδομέω
ἀνοικοδόμησις
ἄνοικος
ἀνοικτέον
ἀνοικτῑ́ρμων
ἀνοικτίστως
ἄνοικτος
ἀνοιμώζω
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξα
ἄνοιξις
ἀνοῖσαι
ἄνοιστος
ἀνοιστρέω
ἄνοιτο
ἀνοκωχεύω
View word page
ἀνοικτίστως
ἀνοικτίστωςadvοἰκτίζω pitilesslyref. to killingAntipho

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνοικτίστως
Headword (normalized):
ἀνοικτίστως
Headword (normalized/stripped):
ανοικτιστως
IDX:
5596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5597
Key:
ἀνοικτίστως

Data

{'headword_display': '<b>ἀνοικτίστως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἀνοικτίστως</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>οἰκτίζω</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>pitilessly</Tr><ModVb>ref. to killing<Au>Antipho</Au></ModVb></advS1></AdvE>', 'key': 'ἀνοικτίστως'}