Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνοηταίνω
ἀνόητος
ἄνοια
ἀνοίγνῡμι
ἀνοιδέω
ἀνοίκειος
ἀνοίκητος
ἀνοικίζω
ἀνοικοδομέω
ἀνοικοδόμησις
ἄνοικος
ἀνοικτέον
ἀνοικτῑ́ρμων
ἀνοικτίστως
ἄνοικτος
ἀνοιμώζω
ἀνοίμωκτος
ἄνοιξα
ἄνοιξις
ἀνοῖσαι
ἄνοιστος
View word page
ἄν-οικος
ἄνοικοςονadjprivatv.prfx., οἶκος homelessHdt.

ShortDef

houseless, homeless

Debugging

Headword:
ἄνοικος
Headword (normalized):
ἄνοικος
Headword (normalized/stripped):
ανοικος
IDX:
5593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5594
Key:
ἄνοικος

Data

{'headword_display': '<b>ἄν-οικος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄν<hyph/>οικος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx., <Ref>οἶκος</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>homeless</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄνοικος'}