Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄνοδος
ἄνοδος
ἀνοδῡ́ρομαι
ἀνοήμων
ἀνοηταίνω
ἀνόητος
ἄνοια
ἀνοίγνῡμι
ἀνοιδέω
ἀνοίκειος
ἀνοίκητος
ἀνοικίζω
ἀνοικοδομέω
ἀνοικοδόμησις
ἄνοικος
ἀνοικτέον
ἀνοικτῑ́ρμων
ἀνοικτίστως
ἄνοικτος
ἀνοιμώζω
ἀνοίμωκτος
View word page
ἀν-οίκητος
ἀνοίκητοςονadjοἰκητός of a regionuninhabitableuninhabitedHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνοίκητος
Headword (normalized):
ἀνοίκητος
Headword (normalized/stripped):
ανοικητος
IDX:
5589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5590
Key:
ἀνοίκητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-οίκητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν<hyph/>οίκητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>οἰκητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a region</Indic><Tr>uninhabitable<or/>uninhabited</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνοίκητος'}