Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀννεόομαι
ἀννέφελος
ἄννηθον
ἄννησον
Ἀννίβας
ἀνοδίᾱ
ἄνοδος
ἄνοδος
ἀνοδῡ́ρομαι
ἀνοήμων
ἀνοηταίνω
ἀνόητος
ἄνοια
ἀνοίγνῡμι
ἀνοιδέω
ἀνοίκειος
ἀνοίκητος
ἀνοικίζω
ἀνοικοδομέω
ἀνοικοδόμησις
ἄνοικος
View word page
ἀνοηταίνω
ἀνοηταίνωvbἀνόητος be foolishlack intelligencePl.

ShortDef

to be devoid of intelligence

Debugging

Headword:
ἀνοηταίνω
Headword (normalized):
ἀνοηταίνω
Headword (normalized/stripped):
ανοηταινω
IDX:
5583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5584
Key:
ἀνοηταίνω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνοηταίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνοηταίνω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>ἀνόητος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>be foolish<or/>lack intelligence</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνοηταίνω'}