Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνιστορέω
ἀνιστόρητος
ἀνίστω
ἀνίσχω
ἀνίσωσις
ἀνιχνεύω
ἀνιῴατο
ἀννεῖται
ἀννέμω
ἀννεόομαι
ἀννέφελος
ἄννηθον
ἄννησον
Ἀννίβας
ἀνοδίᾱ
ἄνοδος
ἄνοδος
ἀνοδῡ́ρομαι
ἀνοήμων
ἀνοηταίνω
ἀνόητος
View word page
ἀννέφελος
ἀννέφελοςep.adjseeἀνέφελος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀννέφελος
Headword (normalized):
ἀννέφελος
Headword (normalized/stripped):
αννεφελος
IDX:
5574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5575
Key:
ἀννέφελος

Data

{'headword_display': '<b>ἀννέφελος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀννέφελος</HL><PS>ep.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνέφελος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀννέφελος'}