Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνίστημι
ἀνιστορέω
ἀνιστόρητος
ἀνίστω
ἀνίσχω
ἀνίσωσις
ἀνιχνεύω
ἀνιῴατο
ἀννεῖται
ἀννέμω
ἀννεόομαι
ἀννέφελος
ἄννηθον
ἄννησον
Ἀννίβας
ἀνοδίᾱ
ἄνοδος
ἄνοδος
ἀνοδῡ́ρομαι
ἀνοήμων
ἀνοηταίνω
View word page
ἀννεόομαι
ἀννεόομαιdial.mid.contr.vbseeἀνανεόομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀννεόομαι
Headword (normalized):
ἀννεόομαι
Headword (normalized/stripped):
αννεοομαι
IDX:
5573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5574
Key:
ἀννεόομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀννεόομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀννεόομαι</HL><PS>dial.mid.contr.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνανεόομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀννεόομαι'}