Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄπριγδα
ἀπρικτόπληκτος
ἀπρίξ
ἀπροαίρετος
ἀπροβούλευτος
ἀπροβουλίᾱ
ἀπρόβουλος
ἀπροθέτως
ἀπρόθῡμος
ἄπροικος
ἀπρομήθητος
ἀπρομηθίᾱ
ἀπρονόητος
ἀπρόξενος
ἀπρόοπτος
ἀπρόρρητος
ἀπρόσβατος
ἀπροσδεής
ἀπροσδέητος
ἀπρόσδεικτος
ἀπρόσδεκτος
View word page
ἀ-προμήθητος
προμήθητοςονadjπρομηθέομαι of circumstancesnot foreseenA.

ShortDef

unforeseen

Debugging

Headword:
ἀπρομήθητος
Headword (normalized):
ἀπρομήθητος
Headword (normalized/stripped):
απρομηθητος
IDX:
556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-557
Key:
ἀπρομήθητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-προμήθητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>προμήθητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προμηθέομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of circumstances</Indic><Tr>not foreseen</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπρομήθητος'}