Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄνιππος
ἀνιπτόπους
ἄνιπτος
ἄνις
ἄνισος
ἀνισότης
ἀνισόω
ἀνίστημι
ἀνιστορέω
ἀνιστόρητος
ἀνίστω
ἀνίσχω
ἀνίσωσις
ἀνιχνεύω
ἀνιῴατο
ἀννεῖται
ἀννέμω
ἀννεόομαι
ἀννέφελος
ἄννηθον
ἄννησον
View word page
ἀνίστω
ἀνίστωmid.imperatv.seeἀνίσταμαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνίστω
Headword (normalized):
ἀνίστω
Headword (normalized/stripped):
ανιστω
IDX:
5566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5567
Key:
ἀνίστω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνίστω</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀνίστω<LblR>mid.imperatv.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀνίσταμαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνίστω'}