Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπρίατος
ἄπριγδα
ἀπρικτόπληκτος
ἀπρίξ
ἀπροαίρετος
ἀπροβούλευτος
ἀπροβουλίᾱ
ἀπρόβουλος
ἀπροθέτως
ἀπρόθῡμος
ἄπροικος
ἀπρομήθητος
ἀπρομηθίᾱ
ἀπρονόητος
ἀπρόξενος
ἀπρόοπτος
ἀπρόρρητος
ἀπρόσβατος
ἀπροσδεής
ἀπροσδέητος
ἀπρόσδεικτος
View word page
ἄ-προικος
προικοςονadjπροίξ of a woman given in marriagewithout a dowryAtt.orats. Men.

ShortDef

without portion

Debugging

Headword:
ἄπροικος
Headword (normalized):
ἄπροικος
Headword (normalized/stripped):
απροικος
IDX:
555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-556
Key:
ἄπροικος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-προικος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ<hyph/>προικος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προίξ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a woman given in marriage</Indic><Tr>without a dowry</Tr><Au>Att.orats. Men.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄπροικος'}