Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνίει
ἀνίερος
ἀνιερόω
ἀνίζω
ἀνῑ́η
ἀνίημι
ἀνιηρός
ᾱ̔νίκα
ἀνικέτευτος
ἀνῑ́κητος
ἀνικμάομαι
ἀνῑμάω
ᾱ̔νίοχος
ἄνιππος
ἀνιπτόπους
ἄνιπτος
ἄνις
ἄνισος
ἀνισότης
ἀνισόω
ἀνίστημι
View word page
ἀν-ικμάομαι
ἀνικμάομαιpass.contr.vbἀνά, reltd.λικμάω of cornbe sifted outPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνικμάομαι
Headword (normalized):
ἀνικμάομαι
Headword (normalized/stripped):
ανικμαομαι
IDX:
5553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5554
Key:
ἀνικμάομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-ικμάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀν<hyph/>ικμάομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀνά</Ref>, reltd.<Ref>λικμάω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of corn</Indic><Tr>be sifted out</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνικμάομαι'}