Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνίδρῡτος
ἀνίδρωτος
ἀνίει
ἀνίερος
ἀνιερόω
ἀνίζω
ἀνῑ́η
ἀνίημι
ἀνιηρός
ᾱ̔νίκα
ἀνικέτευτος
ἀνῑ́κητος
ἀνικμάομαι
ἀνῑμάω
ᾱ̔νίοχος
ἄνιππος
ἀνιπτόπους
ἄνιπτος
ἄνις
ἄνισος
ἀνισότης
View word page
ἀν-ικέτευτος
ἀνικέτευτοςονadjprivatv.prfx., ἱκετεύωwhere there is no supplicationprep.phr.ἐπ᾿ ἀνικετεύτοιςwithout supplicatingE.

ShortDef

without prayer, not entreating

Debugging

Headword:
ἀνικέτευτος
Headword (normalized):
ἀνικέτευτος
Headword (normalized/stripped):
ανικετευτος
IDX:
5551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5552
Key:
ἀνικέτευτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀν-ικέτευτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀν<hyph/>ικέτευτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx., <Ref>ἱκετεύω</Ref></Ety></HG><aS1><Def>where there is no supplication</Def><Phr><Indic>prep.phr.</Indic><Gr>ἐπ᾿ ἀνικετεύτοις</Gr><TrPhr>without supplicating</TrPhr><Au>E.</Au></Phr></aS1></AE>', 'key': 'ἀνικέτευτος'}