Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπρέπεια
ἀπρεπής
ἄπρηκτος
ἀπρίατος
ἄπριγδα
ἀπρικτόπληκτος
ἀπρίξ
ἀπροαίρετος
ἀπροβούλευτος
ἀπροβουλίᾱ
ἀπρόβουλος
ἀπροθέτως
ἀπρόθῡμος
ἄπροικος
ἀπρομήθητος
ἀπρομηθίᾱ
ἀπρονόητος
ἀπρόξενος
ἀπρόοπτος
ἀπρόρρητος
ἀπρόσβατος
View word page
ἀ-πρόβουλος
πρόβουλοςονadj of sleepwithout precaution, heedlessA.cj.unless adv. ἀπροβούλως heedlessly

ShortDef

without premeditation

Debugging

Headword:
ἀπρόβουλος
Headword (normalized):
ἀπρόβουλος
Headword (normalized/stripped):
απροβουλος
IDX:
552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-553
Key:
ἀπρόβουλος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-πρόβουλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>πρόβουλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of sleep</Indic><Tr>without precaution, heedless</Tr><Au>A.<LblR>cj.</LblR></Au><Extra>unless adv. <Gr>ἀπροβούλως</Gr> <ital>heedlessly</ital></Extra></aS1> </AE>', 'key': 'ἀπρόβουλος'}