Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωπονομικός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγίᾱ
ἀνθρωποφυής
ἀνθρῴσκω
ἀνθυβρίζω
ἀνθυπάγω
ἀνθυπατεύω
ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
ἀνθύπειξις
ἀνθυπηρετέω
ἀνθυποβάλλω
ἀνθυπόμνυμαι
ἀνθυποπτεύομαι
ἀνθυπουργέω
ἀνθυφίσταμαι
ᾱ̔νία
View word page
ἀνθυπατεύω
ἀνθυπατεύωvbἀνθύπατος serve as a proconsulPlu.

ShortDef

to be proconsul

Debugging

Headword:
ἀνθυπατεύω
Headword (normalized):
ἀνθυπατεύω
Headword (normalized/stripped):
ανθυπατευω
IDX:
5518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5519
Key:
ἀνθυπατεύω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνθυπατεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνθυπατεύω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>ἀνθύπατος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>serve as a proconsul</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνθυπατεύω'}