Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποθηρίᾱ
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωπονομικός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγίᾱ
ἀνθρωποφυής
ἀνθρῴσκω
ἀνθυβρίζω
ἀνθυπάγω
ἀνθυπατεύω
ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
ἀνθύπειξις
ἀνθυπηρετέω
ἀνθυποβάλλω
ἀνθυπόμνυμαι
ἀνθυποπτεύομαι
View word page
ἀνθρῴσκω
ἀνθρῴσκωep.vbseeἀναθρῴσκω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνθρῴσκω
Headword (normalized):
ἀνθρῴσκω
Headword (normalized/stripped):
ανθρωσκω
IDX:
5515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5516
Key:
ἀνθρῴσκω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνθρῴσκω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀνθρῴσκω</HL><PS>ep.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀναθρῴσκω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνθρῴσκω'}