Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποθηρίᾱ
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωπονομικός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγίᾱ
ἀνθρωποφυής
ἀνθρῴσκω
ἀνθυβρίζω
ἀνθυπάγω
ἀνθυπατεύω
ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
ἀνθύπειξις
ἀνθυπηρετέω
ἀνθυποβάλλω
ἀνθυπόμνυμαι
View word page
ἀνθρωπο-φυής
ἀνθρωποφυήςέςadjφυή of deitieswith a human formanthropomorphicHdt.

ShortDef

of man's nature

Debugging

Headword:
ἀνθρωποφυής
Headword (normalized):
ἀνθρωποφυής
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποφυης
IDX:
5514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5515
Key:
ἀνθρωποφυής

Data

{'headword_display': '<b>ἀνθρωπο-φυής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνθρωπο<hyph/>φυής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φυή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of deities</Indic><Def>with a human form</Def><Tr>anthropomorphic</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνθρωποφυής'}