Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνθρωπίσκος
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποθηρίᾱ
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωπονομικός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγίᾱ
ἀνθρωποφυής
ἀνθρῴσκω
ἀνθυβρίζω
ἀνθυπάγω
ἀνθυπατεύω
ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
ἀνθύπειξις
ἀνθυπηρετέω
ἀνθυποβάλλω
View word page
ἀνθρωποφαγίᾱ
ἀνθρωποφαγίᾱᾱςf eating of human fleshArist. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνθρωποφαγίᾱ
Headword (normalized):
ἀνθρωποφαγίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποφαγια
IDX:
5513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5514
Key:
ἀνθρωποφαγίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀνθρωποφαγίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνθρωποφαγίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>eating of human flesh</Tr><Au>Arist. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνθρωποφαγίᾱ'}