Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνθρώπιον
ἀνθρωπίσκος
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποθηρίᾱ
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωπονομικός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγίᾱ
ἀνθρωποφυής
ἀνθρῴσκω
ἀνθυβρίζω
ἀνθυπάγω
ἀνθυπατεύω
ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
ἀνθύπειξις
ἀνθυπηρετέω
View word page
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγέωcontr.vbφαγεῖν eat human fleshHdt. Plb.

ShortDef

to eat men

Debugging

Headword:
ἀνθρωποφαγέω
Headword (normalized):
ἀνθρωποφαγέω
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποφαγεω
IDX:
5512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5513
Key:
ἀνθρωποφαγέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνθρωποφαγέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνθρωποφαγέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>φαγεῖν</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>eat human flesh</Tr><Au>Hdt. Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνθρωποφαγέω'}