Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωπίσκος
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποθηρίᾱ
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωπονομικός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγίᾱ
ἀνθρωποφυής
ἀνθρῴσκω
ἀνθυβρίζω
ἀνθυπάγω
ἀνθυπατεύω
ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
ἀνθύπειξις
View word page
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποσφαγέωcontr.vbσφάζω perform a human sacrificeE.

ShortDef

to slay men

Debugging

Headword:
ἀνθρωποσφαγέω
Headword (normalized):
ἀνθρωποσφαγέω
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποσφαγεω
IDX:
5511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5512
Key:
ἀνθρωποσφαγέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνθρωποσφαγέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀνθρωποσφαγέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>σφάζω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>perform a human sacrifice</Tr><Au>E.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀνθρωποσφαγέω'}