Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνθρωπήιος
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωπίσκος
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποθηρίᾱ
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωπονομικός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγίᾱ
ἀνθρωποφυής
ἀνθρῴσκω
ἀνθυβρίζω
ἀνθυπάγω
ἀνθυπατεύω
ἀνθύπατος
View word page
ἀνθρωπονομικός
ἀνθρωπονομικόςή όνadjreltd.νέμωof an area of expertise, ref. to statesmanshipof people-herdingPl.

ShortDef

feeding men

Debugging

Headword:
ἀνθρωπονομικός
Headword (normalized):
ἀνθρωπονομικός
Headword (normalized/stripped):
ανθρωπονομικος
IDX:
5509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5510
Key:
ἀνθρωπονομικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀνθρωπονομικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνθρωπονομικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety>reltd.<Ref>νέμω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of an area of expertise, ref. to statesmanship</Indic><Tr>of people-herding</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνθρωπονομικός'}