Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπήιος
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωπίσκος
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποθηρίᾱ
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωπονομικός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγίᾱ
ἀνθρωποφυής
ἀνθρῴσκω
ἀνθυβρίζω
ἀνθυπάγω
ἀνθυπατεύω
View word page
ἀνθρωπο-λόγος
ἀνθρωπολόγοςονadjλέγω talking about peoplechatty, gossipyArist.

ShortDef

speaking of man

Debugging

Headword:
ἀνθρωπολόγος
Headword (normalized):
ἀνθρωπολόγος
Headword (normalized/stripped):
ανθρωπολογος
IDX:
5508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5509
Key:
ἀνθρωπολόγος

Data

{'headword_display': '<b>ἀνθρωπο-λόγος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνθρωπο<hyph/>λόγος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λέγω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>talking about people</Def><Tr>chatty, gossipy</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνθρωπολόγος'}