Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπήιος
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωπίσκος
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποθηρίᾱ
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωπονομικός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγίᾱ
ἀνθρωποφυής
ἀνθρῴσκω
ἀνθυβρίζω
View word page
ἀνθρωποθηρίᾱ
ἀνθρωποθηρίᾱᾱςfθήρᾱ hunting of peopleref. to sophistryPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνθρωποθηρίᾱ
Headword (normalized):
ἀνθρωποθηρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποθηρια
IDX:
5506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5507
Key:
ἀνθρωποθηρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀνθρωποθηρίᾱ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνθρωποθηρίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>θήρᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>hunting of people<Expl>ref. to sophistry</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνθρωποθηρίᾱ'}