Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄνθρυσκον
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπήιος
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωπίσκος
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποθηρίᾱ
ἀνθρωποκτόνος
ἀνθρωπολόγος
ἀνθρωπονομικός
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγίᾱ
ἀνθρωποφυής
View word page
ἀνθρωπο-δαίμων
ἀνθρωποδαίμωνονοςmἄνθρωπος man-godref. to a human who became a godE.

ShortDef

a man-god

Debugging

Headword:
ἀνθρωποδαίμων
Headword (normalized):
ἀνθρωποδαίμων
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποδαιμων
IDX:
5504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5505
Key:
ἀνθρωποδαίμων

Data

{'headword_display': '<b>ἀνθρωπο-δαίμων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνθρωπο<hyph/>δαίμων</HL><Infl>ονος</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἄνθρωπος</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>man-god<Expl>ref. to a human who became a god</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνθρωποδαίμων'}