Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
ἀπόλαυσις
ἀπόλαυσμα
ἀπολαυστικός
ἀπολαυστός
ἀπολαύω
ἀπολέγω
ἀπολείβω
ἀπολείπω
ἀπολείχω
ἀπόλειψις
ἀπόλεκτος
ἀπολέμητος
ἀπόλεμος
ἀπολεπτῡ́νομαι
ἀπολέπω
ἀπολέσθαι
ἀπολευκαίνω
ἀπολήγω
ἀποληρέω
View word page
ἀπο-λείχω
ἀπολείχωvb lick offw.partitv.gen.some bloodAR.

ShortDef

to lick clean

Debugging

Headword:
ἀπολείχω
Headword (normalized):
ἀπολείχω
Headword (normalized/stripped):
απολειχω
IDX:
54
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-55
Key:
ἀπολείχω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-λείχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>λείχω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>lick off</Tr><Cmpl><GLbl>w.partitv.gen.</GLbl>some blood<Au>AR.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀπολείχω'}