Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνθρακεύς
ἀνθρακεύω
ἀνθρακιᾱ́
ἀνθρακίζω
ἀνθρακόομαι
ἄνθραξ
ἀνθρήνη
ἀνθρήνιον
ἄνθρυσκον
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπήιος
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωπίσκος
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωποειδής
ἀνθρωποθηρίᾱ
View word page
ἀνθρωπέη
ἀνθρωπέηηςIon.f human skinHdt.cj.

ShortDef

a man's skin

Debugging

Headword:
ἀνθρωπέη
Headword (normalized):
ἀνθρωπέη
Headword (normalized/stripped):
ανθρωπεη
IDX:
5496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5497
Key:
ἀνθρωπέη

Data

{'headword_display': '<b>ἀνθρωπέη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνθρωπέη</HL><Infl>ης</Infl><PS>Ion.f</PS></HG> <nS1><Tr>human skin</Tr><Au>Hdt.<LblR>cj.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνθρωπέη'}