Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνθοφόρος
ἀνθρακεύς
ἀνθρακεύω
ἀνθρακιᾱ́
ἀνθρακίζω
ἀνθρακόομαι
ἄνθραξ
ἀνθρήνη
ἀνθρήνιον
ἄνθρυσκον
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπήιος
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωπίσκος
ἀνθρωποδαίμων
ἀνθρωποειδής
View word page
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπάριονουndimin.ἄνθρωπος derog.little manAr.

ShortDef

a manikin

Debugging

Headword:
ἀνθρωπάριον
Headword (normalized):
ἀνθρωπάριον
Headword (normalized/stripped):
ανθρωπαριον
IDX:
5495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5496
Key:
ἀνθρωπάριον

Data

{'headword_display': '<b>ἀνθρωπάριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνθρωπάριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>ἄνθρωπος</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>derog.</Indic><Tr>little man</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνθρωπάριον'}