Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνθοσμίᾱς
ἀνθοφόρος
ἀνθρακεύς
ἀνθρακεύω
ἀνθρακιᾱ́
ἀνθρακίζω
ἀνθρακόομαι
ἄνθραξ
ἀνθρήνη
ἀνθρήνιον
ἄνθρυσκον
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπήιος
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωπίσκος
ἀνθρωποδαίμων
View word page
ἄνθρυσκον
ἄνθρυσκονωAeol.n aromatic plantchervilSapph.

ShortDef

chervil, Scandix australis

Debugging

Headword:
ἄνθρυσκον
Headword (normalized):
ἄνθρυσκον
Headword (normalized/stripped):
ανθρυσκον
IDX:
5494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5495
Key:
ἄνθρυσκον

Data

{'headword_display': '<b>ἄνθρυσκον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἄνθρυσκον</HL><Infl>ω</Infl><PS>Aeol.n</PS></HG> <nS1><Def>aromatic plant</Def><Tr>chervil</Tr><Au>Sapph.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἄνθρυσκον'}