Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄνθος
ἀνθοσμίᾱς
ἀνθοφόρος
ἀνθρακεύς
ἀνθρακεύω
ἀνθρακιᾱ́
ἀνθρακίζω
ἀνθρακόομαι
ἄνθραξ
ἀνθρήνη
ἀνθρήνιον
ἄνθρυσκον
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπήιος
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
ἀνθρωπίσκος
View word page
ἀνθρήνιον
ἀνθρήνιονουn hornets'wasps' nestAr.

ShortDef

a wasp's nest

Debugging

Headword:
ἀνθρήνιον
Headword (normalized):
ἀνθρήνιον
Headword (normalized/stripped):
ανθρηνιον
IDX:
5493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5494
Key:
ἀνθρήνιον

Data

{'headword_display': '<b>ἀνθρήνιον</b>', 'content': "<NE><HG><HL>ἀνθρήνιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>hornets'<or/>wasps' nest</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>", 'key': 'ἀνθρήνιον'}