Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄνθορον
ἄνθος
ἀνθοσμίᾱς
ἀνθοφόρος
ἀνθρακεύς
ἀνθρακεύω
ἀνθρακιᾱ́
ἀνθρακίζω
ἀνθρακόομαι
ἄνθραξ
ἀνθρήνη
ἀνθρήνιον
ἄνθρυσκον
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπήιος
ἀνθρωπικός
ἀνθρώπινος
ἀνθρώπιον
View word page
ἀνθρήνη
ἀνθρήνηηςf winged insecthornetwaspAr.

ShortDef

a hornet, wasp

Debugging

Headword:
ἀνθρήνη
Headword (normalized):
ἀνθρήνη
Headword (normalized/stripped):
ανθρηνη
IDX:
5492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5493
Key:
ἀνθρήνη

Data

{'headword_display': '<b>ἀνθρήνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνθρήνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>winged insect</Def><Tr>hornet<or/>wasp</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνθρήνη'}