Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνθομολόγησις
ἀνθονομέω
ἀνθονόμος
ἀνθοπλίζομαι
ἀνθορμέω
ἄνθορον
ἄνθος
ἀνθοσμίᾱς
ἀνθοφόρος
ἀνθρακεύς
ἀνθρακεύω
ἀνθρακιᾱ́
ἀνθρακίζω
ἀνθρακόομαι
ἄνθραξ
ἀνθρήνη
ἀνθρήνιον
ἄνθρυσκον
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
View word page
ἀνθρακεύω
ἀνθρακεύωvbseeἀνθρακίζω

ShortDef

make charcoal

Debugging

Headword:
ἀνθρακεύω
Headword (normalized):
ἀνθρακεύω
Headword (normalized/stripped):
ανθρακευω
IDX:
5487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5488
Key:
ἀνθρακεύω

Data

{'headword_display': '<b>ἀνθρακεύω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀνθρακεύω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνθρακίζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνθρακεύω'}