Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνθομολογέομαι
ἀνθομολόγησις
ἀνθονομέω
ἀνθονόμος
ἀνθοπλίζομαι
ἀνθορμέω
ἄνθορον
ἄνθος
ἀνθοσμίᾱς
ἀνθοφόρος
ἀνθρακεύς
ἀνθρακεύω
ἀνθρακιᾱ́
ἀνθρακίζω
ἀνθρακόομαι
ἄνθραξ
ἀνθρήνη
ἀνθρήνιον
ἄνθρυσκον
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
View word page
ἀνθρακεύς
ἀνθρακεύςέωςmἄνθραξ charcoal-makerburnerMen.

ShortDef

charcoal-maker

Debugging

Headword:
ἀνθρακεύς
Headword (normalized):
ἀνθρακεύς
Headword (normalized/stripped):
ανθρακευς
IDX:
5486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5487
Key:
ἀνθρακεύς

Data

{'headword_display': '<b>ἀνθρακεύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνθρακεύς</HL><Infl>έως</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἄνθραξ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>charcoal-maker<or/>burner</Tr><Au>Men.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνθρακεύς'}