Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνθολκή
ἀνθομολογέομαι
ἀνθομολόγησις
ἀνθονομέω
ἀνθονόμος
ἀνθοπλίζομαι
ἀνθορμέω
ἄνθορον
ἄνθος
ἀνθοσμίᾱς
ἀνθοφόρος
ἀνθρακεύς
ἀνθρακεύω
ἀνθρακιᾱ́
ἀνθρακίζω
ἀνθρακόομαι
ἄνθραξ
ἀνθρήνη
ἀνθρήνιον
ἄνθρυσκον
ἀνθρωπάριον
View word page
ἀνθο-φόρος
ἀνθοφόροςονadjφέρω of a groveflower-bearingAr.

ShortDef

bearing flowers, flowery

Debugging

Headword:
ἀνθοφόρος
Headword (normalized):
ἀνθοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ανθοφορος
IDX:
5485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5486
Key:
ἀνθοφόρος

Data

{'headword_display': '<b>ἀνθο-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνθο<hyph/>φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a grove</Indic><Tr>flower-bearing</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνθοφόρος'}