Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνθοβολέω
ἀνθοδόκος
ἀνθόκροκος
ἀνθολκή
ἀνθομολογέομαι
ἀνθομολόγησις
ἀνθονομέω
ἀνθονόμος
ἀνθοπλίζομαι
ἀνθορμέω
ἄνθορον
ἄνθος
ἀνθοσμίᾱς
ἀνθοφόρος
ἀνθρακεύς
ἀνθρακεύω
ἀνθρακιᾱ́
ἀνθρακίζω
ἀνθρακόομαι
ἄνθραξ
ἀνθρήνη
View word page
ἄνθορον
ἄνθορονep.aor.2seeἀναθρῴσκω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄνθορον
Headword (normalized):
ἄνθορον
Headword (normalized/stripped):
ανθορον
IDX:
5482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5483
Key:
ἄνθορον

Data

{'headword_display': '<b>ἄνθορον</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἄνθορον<LblR>ep.aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀναθρῴσκω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἄνθορον'}