Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπρᾱκτέω
ἄπρᾱκτος
ἀπρᾱξίᾱ
ἀπρᾱσίᾱ
ἄπρᾱτος
ἀπρέπεια
ἀπρεπής
ἄπρηκτος
ἀπρίατος
ἄπριγδα
ἀπρικτόπληκτος
ἀπρίξ
ἀπροαίρετος
ἀπροβούλευτος
ἀπροβουλίᾱ
ἀπρόβουλος
ἀπροθέτως
ἀπρόθῡμος
ἄπροικος
ἀπρομήθητος
ἀπρομηθίᾱ
View word page
ἀπρικτό-πληκτος
ἀπρικτόπληκτοςονadjπλήσσω of mourners' handsstriking and tightly clutchingtheir heads and hairA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπρικτόπληκτος
Headword (normalized):
ἀπρικτόπληκτος
Headword (normalized/stripped):
απρικτοπληκτος
IDX:
547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-548
Key:
ἀπρικτόπληκτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀπρικτό-πληκτος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἀπρικτό<hyph/>πληκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλήσσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of mourners' hands</Indic><Tr>striking and tightly clutching<Expl>their heads and hair</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ἀπρικτόπληκτος'}