Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνθέλκω
ἄνθεμα
ἀνθεμίζομαι
ἀνθέμιον
ἀνθεμόεις
ἄνθεμον
ἀνθεμόρρυτος
ἀνθεμουργός
ἀνθεμώδης
ἀνθερεών
ἀνθέρικος
ἀνθέριξ
Ἀνθεστήρια
Ἀνθεστηριών
ἀνθεστιάω
ἀνθεσφόρος
ἀνθέω
ἄνθη
ἄνθημα
ἀνθηρός
ἀνθησσάομαι
View word page
ἀνθέρικος
ἀνθέρικοςουdial.ωm asphodel stalkHdt. Call. Theoc.

ShortDef

flowering stem of asphodel

Debugging

Headword:
ἀνθέρικος
Headword (normalized):
ἀνθέρικος
Headword (normalized/stripped):
ανθερικος
IDX:
5456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5457
Key:
ἀνθέρικος

Data

{'headword_display': '<b>ἀνθέρικος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀνθέρικος</HL><Infl>ου<VInfl><Lbl>dial.</Lbl><FmInfl>ω</FmInfl></VInfl></Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>asphodel stalk</Tr><Au>Hdt. Call. Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀνθέρικος'}