Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπρᾱγμάτευτος
ἀπρᾱγμοσύνη
ἀπρᾱ́γμων
ἀπρᾱκτέω
ἄπρᾱκτος
ἀπρᾱξίᾱ
ἀπρᾱσίᾱ
ἄπρᾱτος
ἀπρέπεια
ἀπρεπής
ἄπρηκτος
ἀπρίατος
ἄπριγδα
ἀπρικτόπληκτος
ἀπρίξ
ἀπροαίρετος
ἀπροβούλευτος
ἀπροβουλίᾱ
ἀπρόβουλος
ἀπροθέτως
ἀπρόθῡμος
View word page
ἄπρηκτος
ἄπρηκτοςIon.adjseeἄπρᾱκτος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄπρηκτος
Headword (normalized):
ἄπρηκτος
Headword (normalized/stripped):
απρηκτος
IDX:
544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-545
Key:
ἄπρηκτος

Data

{'headword_display': '<b>ἄπρηκτος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἄπρηκτος</HL><PS>Ion.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἄπρᾱκτος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἄπρηκτος'}