Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνηρριχᾶτο
ἀνήσσᾱτος
ἀνήσω
ἀνήτινος
ἄνητον
ἀνήῡσα
ἀνήφαιστος
ἀνθαιρέομαι
ἀνθαλίσκομαι
ἀνθαμιλλάομαι
ἀνθάμιλλος
ἀνθάπτομαι
ἄνθεια
ἀνθεκτέα
ἀνθέλκω
ἄνθεμα
ἀνθεμίζομαι
ἀνθέμιον
ἀνθεμόεις
ἄνθεμον
ἀνθεμόρρυτος
View word page
ἀνθ-άμιλλος
ἀνθάμιλλοςονadjἅμιλλα rival contenderfor powerE.

ShortDef

vying with, rivalling

Debugging

Headword:
ἀνθάμιλλος
Headword (normalized):
ἀνθάμιλλος
Headword (normalized/stripped):
ανθαμιλλος
IDX:
5442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5443
Key:
ἀνθάμιλλος

Data

{'headword_display': '<b>ἀνθ-άμιλλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀνθ<hyph/>άμιλλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἅμιλλα</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>rival contender<Expl>for power</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀνθάμιλλος'}