Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἀνήνωρ
ἀνῇξα
ἀνηπύω
ἀνήρ
ἀνηράσθην
ἀνηρείψαντο
ἀνηρεφής
ἀνήριθμος
ἀνήροτος
ἀνήρπαξα
ἀνηρριχᾶτο
ἀνήσσᾱτος
ἀνήσω
ἀνήτινος
ἄνητον
ἀνήῡσα
ἀνήφαιστος
ἀνθαιρέομαι
ἀνθαλίσκομαι
ἀνθαμιλλάομαι
ἀνθάμιλλος
View word page
ἀνηρριχᾶτο
ἀνηρριχᾶτο
3sg.impf.mid.
see
ἀναρριχάομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνηρριχᾶτο
Headword (normalized):
ἀνηρριχᾶτο
Headword (normalized/stripped):
ανηρριχατο
IDX:
5432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5433
Key:
ἀνηρριχᾶτο
Data
{'headword_display': '<b>ἀνηρριχᾶτο</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀνηρριχᾶτο<LblR>3sg.impf.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀναρριχάομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνηρριχᾶτο'}