Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἀνήνεγκα
ἀνήνεμος
ἀνήνοθε
ἀνήνυστος
ἀνήνυτος
ἀνήνωρ
ἀνῇξα
ἀνηπύω
ἀνήρ
ἀνηράσθην
ἀνηρείψαντο
ἀνηρεφής
ἀνήριθμος
ἀνήροτος
ἀνήρπαξα
ἀνηρριχᾶτο
ἀνήσσᾱτος
ἀνήσω
ἀνήτινος
ἄνητον
ἀνήῡσα
View word page
ἀνηρείψαντο
ἀνηρείψαντο
ἀνηρέψαντο
3pl.aor.mid.
see
ἀνερείπομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνηρείψαντο
Headword (normalized):
ἀνηρείψαντο
Headword (normalized/stripped):
ανηρειψαντο
IDX:
5427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5428
Key:
ἀνηρείψαντο
Data
{'headword_display': '<b>ἀνηρείψαντο</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀνηρείψαντο<or/>ἀνηρέψαντο<LblR>3pl.aor.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀνερείπομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀνηρείψαντο'}