Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγκυλένδετος
ἀγκύλη
ἀγκύλια
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόομαι
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλωτός
ἄγκῡρα
ἀγκῡρίζω
ἀγκῡρουχίᾱ
ἀγκών
ἀγλαέθειρος
ἀγλαΐᾱ
ἀγλαΐζω
ἀγλάισμα
ἀγλαόγυιος
ἀγλαόδενδρος
View word page
ἀγκυλωτός
ἀγκυλωτόςή όνadj of a javelinfitted with a looped thongE.

ShortDef

furnished with a thong

Debugging

Headword:
ἀγκυλωτός
Headword (normalized):
ἀγκυλωτός
Headword (normalized/stripped):
αγκυλωτος
IDX:
5379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5380
Key:
ἀγκυλωτός

Data

{'headword_display': '<b>ἀγκυλωτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀγκυλωτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a javelin</Indic><Tr>fitted with a looped thong</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀγκυλωτός'}