Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγκρεμάννῡμι
ἄγκρισις
ἀγκρούω
ἀγκυλένδετος
ἀγκύλη
ἀγκύλια
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόομαι
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλωτός
ἄγκῡρα
ἀγκῡρίζω
ἀγκῡρουχίᾱ
ἀγκών
ἀγλαέθειρος
ἀγλαΐᾱ
ἀγλαΐζω
View word page
ἀγκυλό-τοξος
ἀγκυλό-τοξοςονadjτόξον with a curved bowIl. Lyr.

ShortDef

with curved bow

Debugging

Headword:
ἀγκυλότοξος
Headword (normalized):
ἀγκυλότοξος
Headword (normalized/stripped):
αγκυλοτοξος
IDX:
5376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5377
Key:
ἀγκυλότοξος

Data

{'headword_display': '<b>ἀγκυλό-τοξος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀγκυλό-τοξος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τόξον</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>with a curved bow</Tr><Au>Il. Lyr.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀγκυλότοξος'}