Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄγκος
ἀγκουλομείτᾱς
ἀγκρεμάννῡμι
ἄγκρισις
ἀγκρούω
ἀγκυλένδετος
ἀγκύλη
ἀγκύλια
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόομαι
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλωτός
ἄγκῡρα
ἀγκῡρίζω
ἀγκῡρουχίᾱ
ἀγκών
ἀγλαέθειρος
View word page
ἀγκυλό-πους
ἀγκυλό-πουςπουνgen.ποδοςmasc.adjπούς of the seat of a Roman aedilewith bent legsPlu.

ShortDef

with bent legs

Debugging

Headword:
ἀγκυλόπους
Headword (normalized):
ἀγκυλόπους
Headword (normalized/stripped):
αγκυλοπους
IDX:
5374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5375
Key:
ἀγκυλόπους

Data

{'headword_display': '<b>ἀγκυλό-πους</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀγκυλό-πους</HL><Infl>πουν</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ποδος</FmInfl></VInfl><PS>masc.adj</PS><Ety><Ref>πούς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the seat of a Roman aedile</Indic><Tr>with bent legs</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀγκυλόπους'}