Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγκλαίω
ἀγκλέπτω
ἀγκλῑ́νω
ἄγκοιναι
ἀγκομίζω
ἄγκος
ἀγκουλομείτᾱς
ἀγκρεμάννῡμι
ἄγκρισις
ἀγκρούω
ἀγκυλένδετος
ἀγκύλη
ἀγκύλια
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόομαι
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλωτός
View word page
ἀγκυλ-ένδετος
ἀγκυλένδετοςονadjἀγκύληἐνδέω1 of a projectilefitted with a looped thongTim.

ShortDef

bound with thongs

Debugging

Headword:
ἀγκυλένδετος
Headword (normalized):
ἀγκυλένδετος
Headword (normalized/stripped):
αγκυλενδετος
IDX:
5369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5370
Key:
ἀγκυλένδετος

Data

{'headword_display': '<b>ἀγκυλ-ένδετος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀγκυλ<hyph/>ένδετος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀγκύλη</Ref><Ref>ἐνδέω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a projectile</Indic><Tr>fitted with a looped thong</Tr><Au>Tim.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀγκυλένδετος'}