Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγκιστρευτικός
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκιστρωτός
ἀγκλαίω
ἀγκλέπτω
ἀγκλῑ́νω
ἄγκοιναι
ἀγκομίζω
ἄγκος
ἀγκουλομείτᾱς
ἀγκρεμάννῡμι
ἄγκρισις
ἀγκρούω
ἀγκυλένδετος
ἀγκύλη
ἀγκύλια
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόομαι
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
View word page
ἀγκουλομείτᾱς
ἀγκουλομείτᾱςBoeot.masc.adjseeἀγκυλομήτης

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγκουλομείτᾱς
Headword (normalized):
ἀγκουλομείτᾱς
Headword (normalized/stripped):
αγκουλομειτας
IDX:
5365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5366
Key:
ἀγκουλομείτᾱς

Data

{'headword_display': '<b>ἀγκουλομείτᾱς</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀγκουλομείτᾱς</HL><PS>Boeot.masc.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἀγκυλομήτης</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀγκουλομείτᾱς'}