Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγκέχυται
ἀγκιστρείᾱ
ἀγκιστρευτικός
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκιστρωτός
ἀγκλαίω
ἀγκλέπτω
ἀγκλῑ́νω
ἄγκοιναι
ἀγκομίζω
ἄγκος
ἀγκουλομείτᾱς
ἀγκρεμάννῡμι
ἄγκρισις
ἀγκρούω
ἀγκυλένδετος
ἀγκύλη
ἀγκύλια
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόομαι
View word page
ἀγκομίζω
ἀγκομίζωdial.vbseeἀνακομίζω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγκομίζω
Headword (normalized):
ἀγκομίζω
Headword (normalized/stripped):
αγκομιζω
IDX:
5363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5364
Key:
ἀγκομίζω

Data

{'headword_display': '<b>ἀγκομίζω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀγκομίζω</HL><PS>dial.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνακομίζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀγκομίζω'}