Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγκᾱρύσσω
ἀγκάς
ἄγκειμαι
ἀγκέχυται
ἀγκιστρείᾱ
ἀγκιστρευτικός
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκιστρωτός
ἀγκλαίω
ἀγκλέπτω
ἀγκλῑ́νω
ἄγκοιναι
ἀγκομίζω
ἄγκος
ἀγκουλομείτᾱς
ἀγκρεμάννῡμι
ἄγκρισις
ἀγκρούω
ἀγκυλένδετος
ἀγκύλη
View word page
ἀγκλέπτω
ἀγκλέπτωdial.vbseeἀνακλέπτω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγκλέπτω
Headword (normalized):
ἀγκλέπτω
Headword (normalized/stripped):
αγκλεπτω
IDX:
5360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5361
Key:
ἀγκλέπτω

Data

{'headword_display': '<b>ἀγκλέπτω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀγκλέπτω</HL><PS>dial.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνακλέπτω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀγκλέπτω'}