Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγκάλισμα
ἄγκαλος
ἀγκᾱρύσσω
ἀγκάς
ἄγκειμαι
ἀγκέχυται
ἀγκιστρείᾱ
ἀγκιστρευτικός
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκιστρωτός
ἀγκλαίω
ἀγκλέπτω
ἀγκλῑ́νω
ἄγκοιναι
ἀγκομίζω
ἄγκος
ἀγκουλομείτᾱς
ἀγκρεμάννῡμι
ἄγκρισις
ἀγκρούω
View word page
ἀγκιστρωτός
ἀγκιστρωτόςή όνadj of a weaponbarbedPlb.

ShortDef

barbed

Debugging

Headword:
ἀγκιστρωτός
Headword (normalized):
ἀγκιστρωτός
Headword (normalized/stripped):
αγκιστρωτος
IDX:
5358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5359
Key:
ἀγκιστρωτός

Data

{'headword_display': '<b>ἀγκιστρωτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀγκιστρωτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a weapon</Indic><Tr>barbed</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀγκιστρωτός'}