Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀνήλυθον
ἀνηλώθην
ἀγκαλίς
ἀγκάλισμα
ἄγκαλος
ἀγκᾱρύσσω
ἀγκάς
ἄγκειμαι
ἀγκέχυται
ἀγκιστρείᾱ
ἀγκιστρευτικός
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκιστρωτός
ἀγκλαίω
ἀγκλέπτω
ἀγκλῑ́νω
ἄγκοιναι
ἀγκομίζω
ἄγκος
ἀγκουλομείτᾱς
View word page
ἀγκιστρευτικός
ἀγκιστρευτικόςή όνadjof an activityof the barb-fishing kindPl.

ShortDef

of or for angling

Debugging

Headword:
ἀγκιστρευτικός
Headword (normalized):
ἀγκιστρευτικός
Headword (normalized/stripped):
αγκιστρευτικος
IDX:
5355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-5356
Key:
ἀγκιστρευτικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀγκιστρευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀγκιστρευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of an activity</Indic><Tr>of the barb-fishing kind</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀγκιστρευτικός'}